χειροτεχνία

χειροτεχνία
η
η κατασκευή τεχνικού έργου με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, το έργο του χειροτέχνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χειροτεχνία — χειροτεχνίᾱ , χειροτεχνία handicraft fem nom/voc/acc dual χειροτεχνίᾱ , χειροτεχνία handicraft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνία — η, ΝΑ [χειροτέχνης] νεοελλ. 1. η με το χέρι και με τη βοήθεια απλών, στοιχειωδών εργαλείων και μηχανικών μέσων κατασκευή και καλλιτεχνική επεξεργασία χρηστικών αντικειμένων 2. το σχετικό μάθημα στα δημοτικά σχολεία αρχ. η εργασία τού χειροτέχνη,… …   Dictionary of Greek

  • χειροτεχνίας — χειροτεχνίᾱς , χειροτεχνία handicraft fem acc pl χειροτεχνίᾱς , χειροτεχνία handicraft fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνιῶν — χειροτεχνία handicraft fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνίαις — χειροτεχνία handicraft fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”